κυκλώσει

κυκλώσει
κύκλωσις
surrounding
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κυκλώσεϊ , κύκλωσις
surrounding
fem dat sg (epic)
κύκλωσις
surrounding
fem dat sg (attic ionic)
κυκλόω
encircle
aor subj act 3rd sg (epic)
κυκλόω
encircle
fut ind mid 2nd sg
κυκλόω
encircle
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυκλώνω — (AM κυκλῶ, όω, Μ και κυκλώνω) [κύκλος] 1. περιβάλλω απ όλες τις πλευρές, περιτριγυρίζω (« Ωκεανός... κυκλοῑ χθόνα», Ευρ.) 2. σχηματίζω κλοιό γύρω από κάτι ή κάποιον, περικυκλώνω (α. «η αστυνομία έχει κυκλώσει το σπίτι» β. «πόλιν... κυκλώσας Αρει… …   Dictionary of Greek

  • Αγαθαρχίδας — (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και ηττήθηκε στη Ναύπακτο από τον Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα, το 429 π.Χ. Προβλέποντας τη θαλασσοταραχή, ο Φορμίων άφησε τον …   Dictionary of Greek

  • Αρκάδι — I Ιστορική μονή της Κρήτης, κοντά στο Ρέθυμνο, που το ολοκαύτωμά της το 1866 την ανέδειξε σε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Η παλαιότερη ιστορία της δεν είναι ακριβώς γνωστή. Ιδρύθηκε ίσως κατά τα τέλη του 12ου αι. και πήρε το όνομά της πιθανώς από …   Dictionary of Greek

  • Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… …   Dictionary of Greek

  • Δημοσθένης — I (Αθήνα 384 – Καλαυρία 322 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και ρήτορας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία επτά ετών. Οι καταχρήσεις των κληρονόμων του πατέρα του τον ανάγκασαν σε νεαρή ηλικία να αγωνιστεί δικαστικά… …   Dictionary of Greek

  • Κάννες — (Cannae). Αρχαίο χωριό της νότιας Ιταλίας, χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Οφάντο. Ονομαζόταν επίσης και Κάννα ή Κάννη. Ανασκαφές στην περιοχή αποκάλυψαν πως το σημείο εμφάνιζε ίχνη κατοίκησης από την πρώιμη εποχή του χαλκού. Κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Ρίβολι Βερονέζε — (Rivoli Veronese). Κωμόπολη της Ιταλίας στον νομό της Βερόνας. Είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, που δεσπόζει στη δεξιά όχθη του ποταμού Αδίγη. Η κωμόπολη έχει συνδέσει το όνομά της με τη μάχη μεταξύ Αυστριακών και Γάλλων του Βοναπάρτη, στις 14… …   Dictionary of Greek

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”